- πυκνοβελονιά
- η, Νβοτ. κοινή ονομασία δρυός τού είδους Quercus conferta, τής οικογένειας φηγίδες, που διακρίνεται από τα άλλα ελληνικά είδη δρυός χάρη στα πολύ μεγάλα φύλλα της, τα οποία έχουν μήκος μέχρι και 18 εκατοστόμετρα.
Dictionary of Greek. 2013.